- δέκανδρος
- δέκανδρος, ο (Α)μέλος τής ρωμαϊκής δεκαρχίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
αγριοσταφίδα — Κοινή ονομασία δύο φυτών. 1. Δελφίνο η αγριοσταφίδα, της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. 2. Φυτολάκα η δέκανδρος, της οικογένειας των φυτολακκιδών. Πολυετής πόα, ύψους 1 3 μ., με βλαστό λείο, όρθιο, παχύ, γραμμωτό, συνήθως κοκκινωπό, με… … Dictionary of Greek